ψῶρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψωρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψῶρος αρσενικό