ωρολογιακή βόμβα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: ωρολογιακός και βόμβα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ωρολογιακή βόμβα θηλυκό
- βόμβα που έχει συνδεθεί με ωρολογιακό μηχανισμό, ώστε να εκραγεί σε μια ορισμένη στιγμή