όπλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]όπλα
- → δείτε τη λέξη όπαλα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]όπλα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του όπλο