ύδνον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ύδνον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕδνον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ύδνον ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ὕδνον), γενική: τοῦ ὕδνου
- (αρχαιοπρεπές) εδώδιμο μανιτάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ύδνον
|