Станимиров
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Станимиров < Станимир (Stanimír, Στανιμίρ) + -ов, πατρωνυμικό
- Συγγενή επώνυμα: νέα ελληνικά Στανιμερόπουλος, σερβοκροατική γλώσσα Stanimirović (Станимировић)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Станимиров (bg) (Stanimírov) αρσενικό (θηλυκό Станимирова)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Стефан Илчев, Речник на личните и фамилни имена у българите [Λεξικό ονομάτων και επωνύμων των Βουλγάρων] (Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, 1969), σελ. 486β.