Станимир
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Станимир < παλιότερη μορφή Станимер (Stanímer), με αντικατάσταση της παλιάς λέξης мер (m e r, δόξα, μεγαλοπρέπεια) [< παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα мЪръ < πρωτοσλαβική γλώσσα *mirъ (κόσμος, ειρήνη)] από τη мир (mir, ειρήνη, γαλήνη). Κυριολεκτικά: αυτός που φέρνει, εδραιώνει την ειρήνη.
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Станимир (bg) (Stanimír) αρσενικό (θηλυκό Станимира)
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Станимиров (Stanimírov) (επώνυμο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Στανήμερος (επώνυμο)
- Στανίμερος (επώνυμο)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Стефан Илчев, Речник на личните и фамилни имена у българите [Λεξικό ονομάτων και επωνύμων των Βουλγάρων] (Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, 1969), σσ. 14, 463β.