Станимир

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Станимир < παλιότερη μορφή Станимер (Stanímer), με αντικατάσταση της παλιάς λέξης мер (m e r, δόξα, μεγαλοπρέπεια) [< παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα мЪръ < πρωτοσλαβική γλώσσα *mirъ (κόσμος, ειρήνη)] από τη мир (mir, ειρήνη, γαλήνη). Κυριολεκτικά: αυτός που φέρνει, εδραιώνει την ειρήνη.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Станимир (bg) (Stanimír) αρσενικό (θηλυκό Станимира)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

νέα ελληνικά:

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]