йома
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μπασκίρ (ba)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- йома < (άμεσο δάνειο) αραβική الجمعة (al-jumuʿa)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /jʊ̞ˈmɑ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : йо‐ма
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
йома (yoma)