прошедшее время
Εμφάνιση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]прошедшее время (ru) (prošédšeje vrémja) ουδέτερο
- (γραμματική) παρελθόντας χρόνος· στα ελληνικά, αντιστοιχεί με τους παρατατικό, αόριστο και παρακείμενο