ब्राह्मण
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σανσκριτικά (sa)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ब्राह्मण < ρίζα बृंहति (bṛṃhati) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (ανυψώνω, ανυψώνομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ब्राह्मण (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
ब्राह्मण (en)