ἀβούλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβούλητος < α στερητικό και βούλομαι

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀβούλητος, -ος, -ον

  1. ακούσιος, αθέλητος
    ἀβούλητος καρδίας κίνησις/ ἔκκρισις
    ὧν πέρι δεῖ προελόμενον τὸ βούλητόν τε καὶ ἑκούσιον ἀβούλητόν τε καὶ ἀκούσιον
  2. δυσάρεστος, που δεν τον θέλουν
    τὰ ἀβούλητα : που δεν τα θέλει κανείς