Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακούσιος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀκούσιος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακούσιος η ακούσια το ακούσιο
      γενική του ακούσιου της ακούσιας του ακούσιου
    αιτιατική τον ακούσιο την ακούσια το ακούσιο
     κλητική ακούσιε ακούσια ακούσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακούσιοι οι ακούσιες τα ακούσια
      γενική των ακούσιων των ακούσιων των ακούσιων
    αιτιατική τους ακούσιους τις ακούσιες τα ακούσια
     κλητική ακούσιοι ακούσιες ακούσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακούσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκούσιος  και δείτε τη λέξη εκούσιος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈku.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακούσιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ακούσιος, -α, -ο

  • που γίνεται χωρίς τη θέληση κάποιου
      ακούσιο λάθος, ακούσια κίνηση
      Στην κλασική Αθήνα, οι κύριοι δεν είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου στους δούλους. Το Παλλάδιο ήταν το καθ΄ ύλην αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση, εκούσιου ή ακούσιου φόνου δούλου. Ο φόνος του δούλου, αποτελούσε μίασμα για την πόλη, []
    Κασιδάκη Ευθυμία, Η ανθρωποκτονία στο δίκαιο της Αρχαίας Αθήνας, μέσα από τους λόγους του Αντιφώντα, μεταπτυχιακή εργασία, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Νομική Σχολή, Τμήμα Ιδιωτικού Δικαίου, Κομοτηνή, 2024, σελ. 34

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]