ακούσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακούσιος | η | ακούσια | το | ακούσιο |
γενική | του | ακούσιου | της | ακούσιας | του | ακούσιου |
αιτιατική | τον | ακούσιο | την | ακούσια | το | ακούσιο |
κλητική | ακούσιε | ακούσια | ακούσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακούσιοι | οι | ακούσιες | τα | ακούσια |
γενική | των | ακούσιων | των | ακούσιων | των | ακούσιων |
αιτιατική | τους | ακούσιους | τις | ακούσιες | τα | ακούσια |
κλητική | ακούσιοι | ακούσιες | ακούσια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακούσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκούσιος → και δείτε τη λέξη εκούσιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈku.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κού‐σι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακούσιος, -α, -ο
- που γίνεται χωρίς τη θέληση κάποιου
- ↪ ακούσιο λάθος, ακούσια κίνηση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακούσιος
Πηγές
[επεξεργασία]- ακούσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακούσιος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)