ἀγαπῶσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Χρόνοι Απαρέμφατο μετοχή
Ενεργ. Ενεστώτας

Μέσος Ενεστώτας

ἀγαπᾶν

ἀγαπᾶσθαι

ἀγαπῶν, ἀγαπῶσα, -ον

ἀγαπώμενος -μένη -νον

Ενεργ. Μέλλοντας ἀγαπήσειν ἀγαπήσων -ουσα, -σα, σον
Ενεργ. Αόριστος

Μέσος - Παθ. Αόριστος

ἀγαπῆσαι

ἀγαπηθῆναι

ἀγαπήσας -σα, -σαν

ἀγαπηθείς -α-έν

Ενεργ. Παρακείμενος

Μέσος Παρακείμενος

ἠγαπηκέναι

ἠγαπῆσθαι

ἠγαπηκώς -ία, -ος

ἠγαπημένος, -η, -ο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγαπῶσα < ἀγαπάω και ἀγαπάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ἀγαπῶσα θηλυκό (ονομαστική, κλητική ενικού)

  1. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀγαπάω
  2. μετοχή ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος ἀγαπάζω
→ δείτε τη λέξη  ἀγαπάω και ἀγαπάζω