ἀγαυός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- ἀγαυός, -ή, -όν
- ο λαμπρός, ο επιφανής
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 227 (225-227)
- Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾽, αἱ δὲ γυναῖκες | ἤλυθον, ὄτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια, | ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες.
- Οι δυο μας συναλλάσσαμε τα λόγια μας ακόμη, αλλά | πλησίασαν κι άλλες γυναίκες τώρα — η φημισμένη Περσεφόνη | τις παρότρυνε· όσες υπήρξαν σύζυγοι και θυγατέρες διάσημων ηρώων.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾽, αἱ δὲ γυναῖκες | ἤλυθον, ὄτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια, | ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 227 (225-227)