γάνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γάνος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γάνος τὰ γάνη - γάνε
      γενική τοῦ γάνους - γάνεος τῶν γανῶν - γανέων
      δοτική τῷ γάνει - γάνεῐ̈ τοῖς γάνεσ(ν)
    αιτιατική τὸ γάνος τὰ γάνη - γάνεα
     κλητική ! γάνος γάνη - γάνεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γάνει - γάνεε
γεν-δοτ τοῖν  γανοῖν - γανέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

γάνος < γάν(υμαι) + -ος. Συγγγενή: νέα ελληνική γάνα, γανώνω.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάνος, -εος/-ους ουδέτερο

  1. χαρά, ευχαρίστηση, ευθυμία
  2. λάμψη, φωτεινότητα
  3. υπερηφάνεια, υψηλοφροσύνη
  4. (για κρασί, νερό ή μέλι) καθαρό, με λαμπερό χρώμα
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 483 (483-485)
    οἱ μὲν ἀμφὶ κρηναῖον γάνος | δίψῃ πονοῦντες, οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἄσθματος κενοὶ | διεκπερῶμεν ἔς τε Φωκέων χθόνα
    κι άλλοι τριγύρω στις φαιδρές βρύσες | δαμασμένοι από τη δίψα κι άλλοι άδειοι απ᾽ το λαχάνιασμα πέφταν στο δρόμο. | Από κει οι άλλοι εμείς περάσαμε στους τόπους της Φωκίδας,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 634 (634-635)
    καὶ τῆς ὀρείας ἀνθεμόρρυτον γάνος | ξουθῆς μελίσσης εἰς πυρὰν βαλῶ σέθεν.
    και θα ρίξω στην πυρά σου τις γλυκές σταλαξιές που απ᾽ τ᾽ άνθη βγάζει | το βουνίσιο ξανθόμαυρο μελίσσι.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 261 (260-262)
    γυναιξὶ γὰρ | ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος, | οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων.
    γιατί όταν στις εορτές των γυναικών έρθει η λάμψη του κρασιού, | τότε —άκουσέ με— καμιά ιερουργία δεν είναι αθώα.
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1320 (1320-1322)
    οἰνάνθας γάνος ἀμπέλου, | βότρυος ἕλικα παυσίπονον. | περίβαλλ᾽, ὦ τέκνον, ὠλένας.
    Σαν του κλημάτου πασίχαρο ανθόκλαδο, | ω σαν ψαλίδα τσαμπιού που γλυκαίνει τον πόνο | γύρω μου σφίξε, παιδί μου, τα χέρια σου.»
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  5. (για τη βροχή) αναζωογονητική

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις γάνυμαι και γαίω

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

γάνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάνος, -εος/-ους

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

γάνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάνος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]