παράδεισος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράδεισος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παράδεισος (σημασιολογικό δάνειο) εβραϊκή < αρχαία ελληνική ("κλειστός κήπος")[1]
- παράδεισος μεταφορική σημασία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική paradis < υστερολατινική paradisus < ελληνιστική κοινή παράδεισος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ði.sos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράδεισος αρσενικό (& ιδιωματικό θηλυκό)
- (θρησκεία) σύμφωνα με μερικές θρησκείες, ο αιώνιος τόπος γαλήνης και ευτυχίας, όπου πηγαίνουν οι ψυχές των ανθρώπων, όταν αυτοί πεθάνουν
- (κατʼ επέκταση) τόπος μαγευτικός, πάρα πολύ όμορφος, ονειρεμένος
- αυτό το νησί είναι ένας πραγματικός παράδεισος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράδεισος
[επεξεργασία]
- ↑ παράδεισος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παράδεισος | οἱ | παράδεισοι |
γενική | τοῦ | παραδείσου | τῶν | παραδείσων |
δοτική | τῷ | παραδείσῳ | τοῖς | παραδείσοις |
αιτιατική | τὸν | παράδεισον | τοὺς | παραδείσους |
κλητική ὦ! | παράδεισε | παράδεισοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραδείσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραδείσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράδεισος < (άμεσο δάνειο) αρχαία περσική/αβεστική 𐬞𐬀𐬌𐬭𐬌𐬛𐬀𐬉𐬰𐬀 (pairi.daēza περίβολος, περίκλειστος χώρος) < 𐬞𐬀𐬌𐬭𐬌 (pairi περί) + 𐬛𐬀𐬉𐬰𐬀 (daēza τοίχος) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dheig (μπήγω, στερεώνω)
- σημασία θρησκείας < σημασιολογικό δάνειο από την εβραϊκή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράδεισος αρσενικό (& παράδισος)
- περίφρακτος κατάφυτος λειμώνας (αρχικά Πέρση άρχοντα) με άγρια ζώα για κυνήγι
- (ελληνιστική σημασία, θρησκεία) κήπος της Εδέμ
Πηγές[επεξεργασία]
- παράδεισος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράδεισος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα αρχαία περσικά (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία περσικά (αρχαία ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Θρησκεία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)