paradis
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- paradis < εκκλησιαστική λατινική paradisus < αρχαία ελληνική παράδεισος < αβεστική paradaiza (οικοδόμημα, περίβολος)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]paradis (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) ο παράδεισος