Εδέμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Εδέμ < αρχαία ελληνική Ἐδέμ
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εδέμ θηλυκό
- (θρησκεία) (στη Βίβλο) ο Παράδεισος των Πρωτοπλάστων
Εδέμ θηλυκό