υψηλοφροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υψηλοφροσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υψηλοφροσύνη θηλυκό
- η γενναιοφροσύνη, το να είναι κανείς μεγαλόψυχος και να έχει ηθικό ανάστημα και ιπποτική στάση
- η έπαρση, το κόρδωμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υψηλοφροσύνη
|