γανώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γανώνω < αρχαία ελληνική γανόω
Ρήμα
[επεξεργασία]γανώνω
- (για χάλκινα μαγειρικά σκεύη) επαλείφω με ένα στρώμα κασσίτερου για προστασία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γανώνω | γάνωνα | θα γανώνω | να γανώνω | γανώνοντας | |
β' ενικ. | γανώνεις | γάνωνες | θα γανώνεις | να γανώνεις | γάνωνε | |
γ' ενικ. | γανώνει | γάνωνε | θα γανώνει | να γανώνει | ||
α' πληθ. | γανώνουμε | γανώναμε | θα γανώνουμε | να γανώνουμε | ||
β' πληθ. | γανώνετε | γανώνατε | θα γανώνετε | να γανώνετε | γανώνετε | |
γ' πληθ. | γανώνουν(ε) | γάνωναν γανώναν(ε) |
θα γανώνουν(ε) | να γανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γάνωσα | θα γανώσω | να γανώσω | γανώσει | ||
β' ενικ. | γάνωσες | θα γανώσεις | να γανώσεις | γάνωσε | ||
γ' ενικ. | γάνωσε | θα γανώσει | να γανώσει | |||
α' πληθ. | γανώσαμε | θα γανώσουμε | να γανώσουμε | |||
β' πληθ. | γανώσατε | θα γανώσετε | να γανώσετε | γανώστε | ||
γ' πληθ. | γάνωσαν γανώσαν(ε) |
θα γανώσουν(ε) | να γανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γανώσει | είχα γανώσει | θα έχω γανώσει | να έχω γανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γανώσει | είχες γανώσει | θα έχεις γανώσει | να έχεις γανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γανώσει | είχε γανώσει | θα έχει γανώσει | να έχει γανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γανώσει | είχαμε γανώσει | θα έχουμε γανώσει | να έχουμε γανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γανώσει | είχατε γανώσει | θα έχετε γανώσει | να έχετε γανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γανώσει | είχαν γανώσει | θα έχουν γανώσει | να έχουν γανώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γανώνω
|