ἀδιατρεψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀδιατρεψία < ἀδιάτρεπτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀδιατρεψία, -ας θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀδιατρεψία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.