ἀδιάτρεπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδιάτρεπτος τὸ ἀδιάτρεπτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδιατρέπτου τοῦ ἀδιατρέπτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδιατρέπτ τῷ ἀδιατρέπτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδιάτρεπτον τὸ ἀδιάτρεπτον
     κλητική ! ἀδιάτρεπτε ἀδιάτρεπτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδιάτρεπτοι τὰ ἀδιάτρεπτ
      γενική τῶν ἀδιατρέπτων τῶν ἀδιατρέπτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδιατρέπτοις τοῖς ἀδιατρέπτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδιατρέπτους τὰ ἀδιάτρεπτ
     κλητική ! ἀδιάτρεπτοι ἀδιάτρεπτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδιατρέπτω τὼ ἀδιατρέπτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδιατρέπτοιν τοῖν ἀδιατρέπτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀδιάτρεπτος < ἀ- στερητικό + διατρέπω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀδιάτρεπτος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) ακίνητος, αμετακίνητος, αμετάβλητος
  2. (ελληνιστική κοινή) (για πρόσωπα) ισχυρογνώμων

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]