Μετάβαση στο περιεχόμενο

αδιαντροπιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδιαντροπιά οι αδιαντροπιές
      γενική της αδιαντροπιάς των αδιαντροπιών
    αιτιατική την αδιαντροπιά τις αδιαντροπιές
     κλητική αδιαντροπιά αδιαντροπιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδιαντροπιά < αδιάντροπος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αδιαντροπιά θηλυκό

η αδιαντροπιά μερικών ανθρώπων μας αφήνει άφωνους

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]