ἀθλοθετέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀθλοθετέω - ἀθλοθετῶ (συνηρημένο)
- προτείνω βραβείο σε αγώνα
- γίνομαι αθλοθέτης, είμαι κριτής σε αγώνα
- κρατάω βραβεία
- κυβερνώ, διευθύνω (σπάνια έννοια)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ἀθλοθετέω
- γενική ενικού του ἀθλοθέτης κυρίως ιωνικός τύπος και επικός τύπος