ἀκμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀκμάζω < ἀκμή
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀκμάζω (μεταγενέστερο: ἀκκιοῦμαι)
- είμαι σε άνθιση, ακμάζω
- είμαι ώριμος
- (ιατρική) για κάτι που βρίσκεται στο αποκορύφωμα μιας νόσου, π.χ. ακμάζει ο πυρετός