ἀλέω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀλέω < ρίζα ἀλ-
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀλέω-ἀλῶ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλαι, ἀλέουσι δὲ λεπτά
- βίος ἀληλεμένος : πολιτισμένο βιοτικό επίπεδο (όπου τρώνε αλεσμένα δημητριακά και όχι απλώς φρούτα, που θεωρούνταν κατώτερη τροφή)
Ρηματικοί τύποι
[επεξεργασία]παρατατικός ἤλουν, αόριστος ἤλεσα και ποιητικός τύπος ἄλεσσα, παρακείμενος ἀλήλεκα. Παθητική φωνή αόριστος ἠλέσθην, παρακείμενος ἀλήλεσμαι και ἀλήλεμαι