ἀλλογνοέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλλογνοέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀλλογνοέω - ἀλλογνοῶ (συνηρημένο)

  1. παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο, αγνοώ
  2. είμαι ψυχικά αναστατωμένος, είμαι τρελός

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]