ἀμφιδοξέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμφιδοξέω < ἀμφίδοξος < ἀμφι- + δόξα

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμφιδοξέω - ἀμφιδοξῶ (συνηρημένο)