διστακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διστακτικός < (ελληνιστική κοινή) διστακτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διστακτικός
- που από φόβο, ανασφάλεια ή αβεβαιότητα αργεί να ενεργήσει
- δεν έχω ξαναδεί ποτέ έναν τόσο διστακτικό άνθρωπο, λες και θα τον δαγκώσω αν μου μιλήσει
- άτομο που δεν δρα άμεσα γιατί αναλογίζεται τις συνέπειες των δυνητικών πράξεών του