διστακτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διστακτικός < (ελληνιστική κοινή) διστακτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]διστακτικός
- που από φόβο, ανασφάλεια ή αβεβαιότητα αργεί να ενεργήσει
- δεν έχω ξαναδεί ποτέ έναν τόσο διστακτικό άνθρωπο, λες και θα τον δαγκώσω αν μου μιλήσει
- άτομο που δεν δρα άμεσα γιατί αναλογίζεται τις συνέπειες των δυνητικών πράξεών του