διατακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διατακτικός
- που σχετίζεται με διαταγή ή αναφέρεται σ' αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) διατακτική: έγγραφο που επιβάλλει κάτι ή δίνει την άδεια για κάτι
- (ουσιαστικοποιημένο) διατακτικό: (νομικός όρος) το μέρος μιας δικαστικής απόφασης που διατάζει κάτι ή εκφράζει τη βούληση του δικαστή για την εξέλιξη μιας υπόθεσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διατακτικός
|