διστακτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]διστακτικά < διστακτικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]διστακτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]διστακτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διστακτικό