hésitant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.zi.tɑ̃/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hésitant hésitants

hésitant (fr)