ἀμφιλέγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμφιλέγω < ἀμφί- + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμφιλέγω

  • (+ αιτιατική) διατυπώνω διαφορετικές ερμηνείες και γνώμες για κάτι, αμφισβητώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]