ἀμφισβητῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμφισβητῶ < ἀμφισβητέω-ῶ


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἀμφισβητῶ