ἀμφισβητέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀμφισβητέω και συνηρημένο ἀμφισβητῶ ιωνικός τύπος ἀμφισβατέω
- διαφωνώ, αμφισβητώ
- σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ εἶναι (Ο Αισχίνης αμφισβητώντας τον ανδρισμό του Δημοσθένη στο Παραπρεσβειών)
- φιλονικώ
- (μέσο) είμαι το αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το ρήμα παίρνει και εσωτερική και εξωτερική αύξηση (π.χ. ἠμφεσβητήθην)