ἀμύσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμύσσω < προθεματικό α + ρίζα μυκ + j = ἀμύκj = ἀμύσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμύσσω και ἀμύττω στους αττικούς

  1. ξεσκίζω, κομματιάζω, γδέρνω
    • χερσὶ δ᾽ ἄμυσσε στήθεα : τα στήθη ξέσχιζε (οδυρόμενη) (Ιλιάδα, 19ο ή Ραψωδία Τ΄, 284, απόδοση Ιακ. Πολυλά)
  2. (μεταφορικά) ταράζω, δονώ, πληγώνω
    • σὺ δ᾽ ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος : και μες στα στήθια σου η καρδιά θα λαχταράει, θα λιώνει (Ιλιάδα, Ραψωδία Α. 244, απόδοση Αλεξ. Πάλλης) / και σε θα τρώγη ο πόνος (απόδοση Ιάκ. Πολυλάς)
    • φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ : γεννούν στο νου μου ταραχή (Αισχύλος, Πέρσες, απόδοση Ιωάννης Ζερβός)


Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]