ἀνάπυστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀνάπυστος τὸ ἀνάπυστον οἱ, αἱ ἀνάπυστοι τὰ ἀνάπυστα
Γενική τοῦ, τῆς ἀναπύστου τοῦ ἀναπύστου τῶν ἀναπύστων τῶν ἀναπύστων
Δοτική τῷ, τῇ ἀναπύστῳ τῷ ἀναπύστῳ τοῖς, ταῖς ἀναπύστοις τοῖς ἀναπύστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀνάπυστον τὸ ἀνάπυστον τοὺς, τὰς ἀναπύστους τὰ ἀνάπυστα
Κλητική ἀνάπυστε ἀνάπυστον ἀνάπυστοι ἀνάπυστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀναπύστω
Γενική-Δοτική ἀναπύστοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνάπυστος < ἀναπυνθάνομαι < πυνθάνομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀνάπυστος, -ος, -ον

  1. που τον ψάχνουν, που τον αναζητούν
  2. περίφημος, ξακουστός, πασίγνωστος