ἀνέγνωρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανέγνωρος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνέγνωρος < ἀνέ- στερητικό + ἄγνωρος [1]
→ δείτε και το νεοελληνικό ανέγνωρος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀνέγνωρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γνωρίζω

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ἀνέγνωρος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 

Πηγές[επεξεργασία]