ἀνδράσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἀνδράσι αρσενικό
- δοτική πληθυντικού του ἀνήρ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ἀνδράσιν (με εφελκυστικό νι)
- ἄνδρεσι (αιολικός τύπος , χωρίς εφελκυστικό νι)
- ἄνδρεσιν (αιολικός τύπος , με εφελκυστικό νι)
- ἄνδρεσσι (επικός τύπος , χωρίς εφελκυστικό νι)
- ἄνδρεσσιν (επικός τύπος , με εφελκυστικό νι)