ἀνταναλίσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀνταναλίσκω
- καταστρέφω ανταποδίδοντας, προκαλώ κι εγώ καταστροφή
- ἐκπνέων ψυχὴν ἐμὴν δράσας τι χρῄζω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἵν' ἀνταναλώσω οἵ με προύδοσαν : στην τελευταία μου πνοή θέλω να κάνω κάτι στους εχθρούς μου να εκδικηθώ με καταστροφή εκείνους που με πρόδωσαν (Ευρ. Ορέστης 1165)