ἀπαιτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπαιτέω < ἀπό + αἰτέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀπαιτέω - ἀπαιτῶ (συνηρημένο)

  1. απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι
  2. απαιτώ κάτι από κάποιον
  3. (παθητική φωνή) απαιτούμαι προς πληρωμή
  4. (παθητική φωνή) μου έχει προβληθεί απαίτηση από κάποιον

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]