ἀποδεκατίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποδεκατίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποδεκατίζω (ελληνιστική κοινή) < ἀπο- + δεκατ- όπως αν *δεκατίζω (→ δείτε τη λέξη δεκατισμός) + -ίζω[1]

ἀποδεκατίζω (ελληνιστική κοινή)

  1. παίρνω ή μου δίνεται το ένα δέκατο από κάποιο πράγμα
  2. (ειδικότερα) παίρνω τη δεκάτη ως φόρο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

μορφές και παράγωγα:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αποδεκατίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.