ἀπορρύπανσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπορρύπανσις < ἀπό + ῥύπανσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπορρύπανσις θηλυκό