ἀποστοματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποστοματίζω < ἀπο- + στόμα + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀποστοματίζω

  1. κάνω μάθημα μέσω υπαγόρευσης
  2. κάνω ερώτηση, προκαλώντας κάποιον να απαντήσει
  3. απαγγέλλω, εξιστορώ από μνήμης

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]