ἀπόκλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀπόκλητος τὸ ἀπόκλητον οἱ, αἱ ἀπόκλητοι τὰ ἀπόκλητα
Γενική τοῦ, τῆς ἀποκλήτου τοῦ ἀποκλήτου τῶν ἀποκλήτων τῶν ἀποκλήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀποκλήτῳ τῷ ἀποκλήτῳ τοῖς, ταῖς ἀποκλήτοις τοῖς ἀποκλήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀπόκλητον τὸ ἀπόκλητον τοὺς, τὰς ἀποκλήτους τὰ ἀπόκλητα
Κλητική ἀπόκλητε ἀπόκλητον ἀπόκλητοι ἀπόκλητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀποκλήτω
Γενική-Δοτική ἀποκλήτοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπόκλητος < ἀποκαλέω < καλέω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀπόκλητος, -ος, -ον

  1. που τον έχουν καλέσει ή τον καλούν
  2. που έχει εκλεγεί
  3. εκλεκτός
  4. (ουσιαστικοποιημένο) Ἀπόκλητοι: μέλη του εκλεκτού συνεδρίου