ἀπόλλυμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀπόλλυμι & ἀπολλύω   ἀπόλλυμαι 
Παρατατικός  ἀπώλλυν & ἀπώλλυον   ἀπωλλύμην 
Μέλλοντας  ἀπολέσω, ιωνικός τύπος : ἀπολέω & αττικός τύπος : ἀπολῶ   ἀπολοῦμαι, ἀπολεσθήσομαι, ιωνικός τύπος : ἀπολέομαι  
Αόριστος  ἀπώλεσα   ἀπωλόμην, ἀπωλέσθην 
Παρακείμενος  ἀπολώλεκα   ἀπόλωλα 
Υπερσυντέλικος  ἀπωλωλέκειν   ἀπολώλειν & ἀπωλώλειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀπόλλυμι < ἀπ- + ὄλλυμι

ἀπόλλυμι

  1. καταστρέφω, ερημώνω
  2. αφανίζω
  3. εξολοθρεύω, σκοτώνω
  4. (στη μέση φωνή) χάνομαι, εξαφανίζομαι
  5. (στη μέση φωνή) αφανίζομαι ολοσχερώς, πεθαίνω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]