ἀπόχυσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀπόχυσις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀπόχυσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: απόχυση (ιδιωματικό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀπόχυσις θηλυκό

  • (για τη σελήνη) η χάση
    ※  14ος αιώνας - Ιατροσόφια, Ιωάννη Σταφιδά, συγγραφέα ή απλώς αντιγραφέα τους, Περὶ δεδεμένους ἀνθρώπους, @georgakas.lit.auth.gr
    ἔπαρον ἄλαλον νερὸν εἰς μαστραπᾶν εἰς ἀπόχυσιν φεγγαρίου καὶ βάρε τὸ νερὸν εἰς τὸ τζουκκάλιν, καὶ λέγε οὕτως: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.»
    Émile Legrand (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, τ. 2, Maisonneuve et Cie, Παρίσι 1881, σ. ix-xxiv.

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]