επιμ.

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμ. < επιμελητής (/τρια, /τές) ή επιμέλεια

Συντομομορφή[επεξεργασία]

επιμ. συντομογραφία

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • Επιμ.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]