επιμελούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιμελοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμελούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμελοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἐπιμελέομαι < ἐπιμελής

Ρήμα[επεξεργασία]

επιμελούμαι, π.αόρ.: επιμελήθηκα, μτχ.π.π.: επιμελημένος (αποθετικό ρήμα)

  • φροντίζω, ασχολούμαι με κάτι φροντίζοντας για όλες τις σχετικές λεπτομέρειες
    ※  Το εξώφυλλο επιμελήθηκε με περισσή προθυμία ο Τσαρούχης. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη επιμελής

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]