ἀρρωστέω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀρρωστέω < ἄρρωστος
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀρρωστέω - ἀρρωστῶ (συνηρημένο)
- είμαι ασθενής
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών, (8.24) @scaife.perseus
- Ὅλως δέ φασιν οἱ ἔμπειροι, σχεδὸν ὅσαπερ ἀρρωστεῖ ἄνθρωπος ἀρρωστήματα, καὶ ἵππον ἀρρωστεῖν καὶ πρόβατον.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών, (8.24) @scaife.perseus
- (μεταφορικά) εξασθενώ, αποδυναμώνω
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀρρωστέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρρωστέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.