ἀτσαλοπεριπάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀτσαλοπεριπάτης < ἄτσαλα + περιπάτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀτσαλοπεριπάτης αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]